κίρκος 111
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιρκίον — κιρκίον, τὸ (Α) [κίρκος (II)] μικρός κρίκος … Dictionary of Greek
κίρκιον — κίρκιος masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)